- ξεσπιτίζω
- 1. ξεσπιτώνω2. ζω επί μεγαλύτερο από το συνηθισμένο χρονικό διάστημα μακριά από το σπίτι μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + σπίτι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεσπίτισμα — το [ξεσπιτίζω] 1. η εκδίωξη από το σπίτι, η στέρηση κατοικίας 2. το να βγαίνει και να ζει κανείς επί μεγάλο χρονικό διάστημα μακριά από το σπίτι του … Dictionary of Greek